ὑποσελήνιος

ὑποσελήνιος
ὑποσελήνιος
under the moon
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποσελήνιος — ον, Α [ὑποσέληνος] ὑποσέληνος* …   Dictionary of Greek

  • βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”